- προστατώ
- -έω, Α [προστάτης]1. κυβερνώ («προστατεῑν τῆς πόλεως», Πλάτ.)2. είμαι επιστάτης, επιμελητής («προστατεῑν τοῡ ἀγῶνος», Ξεν.)3. είμαι πρόεδρος («προστατεῑν ἐκκλησίας», επιγρ.)4. υπερασπίζω κάποιον ή κάτι («Ἥρα προστατεῑ [Ἀργείων»]», Ευρ.)5. (το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ προστατῶναρχηγός, ηγέτης6. (με τελικ. πρότ. ή έκφρ.) προστατῶ [ὅπως]...φροντίζω για... (α. «ἐὰν δὲ προστατήσῃς ὅπως ἐνεργοὶ ὦσι», Ξεν.β. «προστατεῑν τοῡ θεμελιωθῆναι τὴν σύνοδον», επιγρ.)7. φρ. α) «προστατῶ νούσου»(για γιατρό) παρακολουθώ ως θεράπων γιατρός μια ασθένειαβ) «προστατεῑν περί τινος» — εισάγω, φέρνω για συζήτηση ένα θέμα («προστατεῑν περὶ τοῡ ἀνατεθέντος ἀργυρίου», επιγρ.)γ) «ὁ προστατῶν χρόνος» — ο χρόνος που μόλις πέρασε.
Dictionary of Greek. 2013.